- ρυθμιστικός
- -ή, -ό / ῥυθμιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ρυθμιστής]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρύθμιση («ρυθμιστικές διατάξεις»)2. αυτός που συντελεί στη ρύθμιση («ρυθμιστικός νόμος»)3. το ουδ. ως ουσ. το ρυθμιστικότο σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν την κυκλοφορία τών τροχοφόρων μέσα στις μεγαλουπόλεις4. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Ρυθμιστικόονομασία νοσοκομειακής μονάδας5. φρ. α) «ρυθμιστικό σχέδιο» — το σχέδιο με το οποίο διαρρυθμίζεται μια συνοικία, μια πόλη ή άλλος κατοικημένος χώρος, για να εξυπηρετήσει καλύτερα τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες τών κατοίκων β) «ρυθμιστικά μέτρα»(νομ.) μία από τις κατηγορίες τών ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσονται από τα δικαστήριαγ) «ρυθμιστική ουσία»(βιοχ.) ουσία που, όταν είναι παρούσα σε ένα διάλυμα, αντιτίθεται στις μεταβολές τής συγκέντρωσης υδροκατιόντων και διατηρεί την ενεργό οξύτητα σταθερή, όταν προστεθεί απότομα στο σχετικό διάλυμα ένα οξύ ή μια βάσηδ) «ρυθμιστική πρωτεΐνη»(βιοχ.) κάθε πρωτεΐνη που δρα ως συμπαράγοντας στις ενζυματικές αντιδράσειςε) «ρυθμιστικό αβγό»βιολ. αβγό που έχει τη δυνατότητα, μετά από την απώλεια μεγαλύτερης ή μικρότερης ποσότητας τής ουσίας του, να δώσει φυσιολογικό έμβρυο, πλήρως οργανωμένοστ) «ρυθμιστικό διάλυμα»χημ. διάλυμα που έχει την ικανότητα να διατηρεί πρακτικά αμετάβλητη τη συγκέντρωση τών υδρογονοκατιόντων του, δηλαδή πρακτικά σταθερή ενεργό οξύτητα, παρά την προσθήκη μικρών, αλλά οπωσδήποτε υπολογίσιμων, ποσοτήτων ισχυρών οξέων ή βάσεων ζ) «ρυθμιστικό κέντρο»i) κέντρο από το οποίο ρυθμίζονται μια σειρά ενέργειες και δραστηριότητεςii) (βιοχ.) ειδικό σημείο αντίδρασης ή προσκόλλησης στα ένζυμαη) «ρυθμιστικό σύστημα»βιολ. το σύνολο τών ρυθμιστικών ουσιών οι οποίες είναι ικανές να διατηρήσουν σταθερή την οξεοβασική ισορροπία ενός διαλύματος κατά την αιφνίδια προσθήκη σε αυτό ενός οξέος ή μιας βάσηςθ) «ρυθμιστικό φράγμα»τεχνολ. τύπος μικρού φράγματος που τοποθετείται σε ανοιχτό δίαυλο ροής νερού και επιτρέπει τη μέτρηση τής παροχής τουμσν.-αρχ.ο δεκτικός ευχερούς ρύθμισης, αυτός που ρυθμίζεται εύκολα.επίρρ...ρυθμιστικώς και ρυθμιστικά Νμε ρυθμιστικό τρόπο, με ρύθμιση.
Dictionary of Greek. 2013.